- διερεισμός
- διερ-εισμός, ὁ,A thrusting apart, separation, D.H.Comp.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διερεισμός — thrusting apart masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερεισμόν — διερεισμός thrusting apart masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)